τάμνω

τάμνω
τάμνω (τάμνων, -οισαι; -ειν: aor. τᾰμον; τᾰμών: pass. pf. τέτμανθ coni.)
a cut up μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη (sc. σε) O. 1.49
b cut, carve

γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.33

c cut, stab ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει (“feriendo cruentavit,” Madvig) I. 4.36
d cleave water, of ships καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἰονίαν τάμνων θάλασσαν (Mommsen: τέμνων codd.) P. 3.68 met., αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες (τὸ δὲ τάμνοισαι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν νεῶν εἴληπται· ὥσπερ γὰρ αἱ νῆες τρέχουσιν, οὕτως καὶ αἱ τῶν ἀνθρώπων ἐλπίδες ἀνὰ πολλὰ πράγματα φέρονται Σ.) O. 12.6
e cut, carve μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἐκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (Schr.: τέτμηνθ codd., def. Forssman, 158) I. 6.22
f decide

ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.57


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τάμνω — Α (επικ., ιων. και δωρ. τ.) βλ. τέμνω …   Dictionary of Greek

  • τάμνω — τέμνω cut pres subj act 1st sg τέμνω cut pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • tem-1, tend- —     tem 1, tend     English meaning: to cut     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden”     Material: Gk. τέμνω, Hom. Ion. Dor. τάμνω (Hom. τέμει) “cut, bite” (ἔταμον and ἔτεμον, τεμῶ, τέτμηκα, τμητός); τομός “incisive”, τόμoς “break, section, part;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • тну — тять бить , стар.; укр. тну, тяти резать, рубить, косить, бить, кусать , блр. цяць, тну, др. русск. тьну, тѧти рубить, сечь, зарубить , потѧти убить (тьметь у Мi. LР 1027 является опечаткой; см. Вондрак, Aksl. Gr. 365; Траутман, ВSW 324), словен …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • υπεκπροτάμνω — Α ιων. τ. προχωρώ και τέμνω («ὑπεκπρὸ δὲ πόντον ἔταμνε ναῡς», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκ + πρὸ τάμνω, ιων. τ. τού τέμνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”